- αθαλάσσωτος
- -η, -ο1.αυτός που δεν έκανε θαλασσινό ταξίδι, που δεν ξέρει από θάλασσα: Ο άνθρωπος, αθαλάσσωτος, άρχισε να ανακατεύεται μόλις ξεκίνησε το πλεούμενο.2. αυτός που έμεινε χωρίς να «θαλασσωθεί», να «σαλατοποιηθεί»: Στο τέλος δεν είχε αφήσει τίποτε αθαλάσσωτο (όλα τα είχε θαλασσώσει).3. αυτός που δεν περιέχει θαλασσινό νερό: Το πηγάδι ήταν πολύ κοντά στην παραλία και το νερό του δεν έμενε αθαλάσσωτο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.